Κορωνοϊός: Πέντε χρόνια από το πρώτο κρούσμα στην Ελλάδα
pixabay
Τι είχε πει η «ασθενής μηδέν» και η πρώτη νοσηλεύτρια που κλήθηκε να την φροντίσει μετά τη διάγνωσή της.
Πέντε χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τη διάγνωση του πρώτου κρούσματος που προκάλεσε ο κορωνοϊός στη χώρα μας, καθώς άρχιζε η επιδημία που κόστισε τελικά τη ζωή δεκάδων χιλιάδων ασθενών.
Ήταν Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2020 όταν ο καθηγητής Παθολογίας-Λοιμώξεων Σωτήρης Τσιόδρας ανακοίνωνε το πρώτο κρούσμα της COVID-19 στην Ελλάδα. Ήταν μία 38χρονη, η οποία είχε επιστρέψει πρόσφατα από την Ιταλία. Η γυναίκα νοσηλεύθηκε στο Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ της Θεσσαλονίκης με ήπια συμπτώματα και ανέρρωσε πλήρως.
Όπως είχε πει ο καθηγητής, αμέσως μετά την επιβεβαίωση ότι είχε μολυνθεί από τον ιό SARS-CoV2 είχε αρχίσει ιχνηλάτηση των επαφών της. Για προληπτικούς λόγους έμπαιναν σε οικιοθελή απομόνωση.
Είχε επίσης συστήσει σε όσους επέστρεφαν από πληττόμενες περιοχές της βόρειας Ιταλίας να επιτηρούν την υγεία τους. Σε περίπτωση εκδήλωσης συμπτωμάτων, τους συνιστούσε να παραμείνουν στο σπίτι και να ειδοποιούν τον γιατρό τους ή τον Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας.
Η «ασθενής μηδέν» της χώρας μας ήταν η επιχειρηματίας Δήμητρα Βουλγαρίδου, η οποία είχε ταξιδέψει στο Μιλάνο για επαγγελματικούς λόγους. Εκείνη την εποχή, ο κορωνοϊός εξαπλωνόταν ραγδαία στη βόρεια Ιταλία.
Μία ημέρα μετά την ανακοίνωση του πρώτου περιστατικού, βρέθηκε θετικός και ο εννιάχρονος γιο της, που την είχε συνοδεύσει στην Ιταλία.
Έκτοτε, άρχισαν να καταγράφονται ολοένα περισσότερα κρούσματα στη χώρα μας. Στις 10 Μαρτίου 2020 το υπουργείο Υγείας ανακοίνωσε το κλείσιμο όλων των σχολικών μονάδων για 14 μέρες, σε μια προσπάθεια να εμποδιστεί η διασπορά του κορωνοϊού. Έως τότε τα κρούσματα στην Ελλάδα ήταν πια 89.
«Φόβος για την εξέλιξη»
Σχεδόν έναν χρόνο αργότερα, τον Ιανουάριο του 2021, η κυρία Βουλγαρίδου είχε μιλήσει στην ΕΡΤ3 για την εμπειρία της με τον κορωνοϊό. Είχε αναφέρει τους φόβους της όταν χρειάστηκε να νοσηλευτεί στο ΑΧΕΠΑ και τις ενοχές που ένιωσε επειδή ήταν το πρώτο κρούσμα στη Θεσσαλονίκη.
«Παρότι είχα ήπια συμπτώματα, με κυρίευσε ένας φόβος λόγω της άγνωστης εξέλιξης αυτού του ιού», είχε πει. Πρόβλημα συνιστούσε και το γεγονός ότι το όνομά της έγινε γρήγορα δημοσίως γνωστό. «Δεν είχε κρατηθεί το ιατρικό απόρρητο και δόθηκε μεγάλη έκταση, οπότε η πίεση που ένιωθα ήταν μεγάλη», είπε.
Παρότι είχε περάσει τόσος καιρός, ανέφερε ότι εξακολουθούσε να υπάρχει στίγμα και δυσκολία στις κοινωνικές επαφές της. Και αυτό διότι κάποιοι άνθρωποι δεν ήθελαν να έρχονται σε επαφή με ανθρώπους που μόλυνε ο κορωνοϊός. Ωστόσο υπήρξαν και πολλοί άλλοι, γνωστοί και άγνωστοι, που της συμπαραστάθηκαν πολύ.
Η κυρία Βουλγαρίδου είχε αποκαλύψει πως και ο γιος της είχε ακούσει πολλά σχόλια στο σχολείο. Ωστόσο τα διαχειρίστηκε άμεσα το προσωπικό.
Η νεαρή γυναίκα είχε ακόμα αναφέρει πως πέρασε 15 ημέρες στην απομόνωση του νοσοκομείου, μαζί με τον γιο της. Και είχε εκφράσει θερμές ευχαριστίες για τις προσπάθειες που κατέβαλλε το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό.
«Πήραμε δύναμη ο ένας από τον άλλο»
Στο Iatropedia.gr και στη Γιάννα Σουλάκη είχε μιλήσει στην επέτειο των τριών ετών από το πρώτο κρούσμα, η πρώτη νοσηλεύτρια που πρόσφερε τις υπηρεσίες της σε ασθενή με κορωνοϊό στην Ελλάδα.
Η κυρία Παρθενόπη Παντελίδου ήταν προϊσταμένη στην Α’ Παθολογική Κλινική του ΑΧΕΠΑ. Το νοσοκομείο είχε τότε οριστεί ως «νοσοκομείο αναφοράς» για τη νοσηλεία περιστατικών COVID-19. Έτσι, κλήθηκε να βρεθεί στο πλευρό της 38χρονης ασθενούς «μηδέν», από την πρώτη στιγμή της διάγνωσής της.
«Θυμάμαι τη στιγμή που ο υπεύθυνος ιατρός λοιμωξιολόγος της κλινικής με κάλεσε στο γραφείο του Διευθυντή για να μου ανακοινώσει ότι η ασθενής που νοσηλευόταν σε απομόνωση στον θάλαμο αρνητικής πίεσης από το προηγούμενο βράδυ ως «ύποπτη» για λοίμωξη COVID-19, ήταν τελικά θετική», είχε πει.
«Οι πρώτες μου σκέψεις ήταν η υγεία της ασθενούς και πώς αυτή θα εξελισσόταν, η πιθανή μετάδοση του ιού σε άλλα μέλη της οικογένειάς της, αλλά και η προστασία του προσωπικού της κλινικής κατά τη νοσηλεία της. Άμεσα αποφασίσαμε ότι πρέπει να μπούμε στο θάλαμο καταρχάς για να την ενημερώσουμε και στη συνέχεια για να προβούμε σε όλον τον απαραίτητο έλεγχο. Θυμάμαι το βλέμμα του γιατρού μας όταν με ρώτησε ποιος από τους νοσηλευτές θα μπει μέσα. Του απάντησα αμέσως: «εγώ φυσικά»», πρόσθεσε.
Όπως παραδέχτηκε, σαφέστατα υπήρχε φόβος. Ωστόσο «πήραμε δύναμη ο ένας από τον άλλον. Εγώ από τον ιατρό μας κι εκείνος από εμένα. Φορέσαμε τη στολή, κοιταχτήκαμε στα μάτια και είπαμε «πάμε μαζί», χαμογελώντας κάτω από τη μάσκα και με εύθυμη διάθεση, καθώς η ψυχολογία της ασθενούς και η συνολική κατάσταση της υγείας της ήταν για εμάς απόλυτη προτεραιότητα».
Μέχρι τον Απρίλιο του 2024 ο κορωνοϊός είχε προκαλέσει 6,1 εκατομμύρια κρούσματα στη χώρα μας. Είχε επίσης κοστίσει 37.869 ζωές.
Πηγή: iatropedia.gr