Ο Έλληνες τζογάρουν το μέλλον τους
Ο τζόγος είναι μια ευεπίφορη «τέχνη» που πάει παντού: Από το γήπεδο στη Βουλή και από την ευκολία που η Ζωή Κωνσταντοπούλου μεταμορφώνεται σε Ρόζα Λούξεμπουργκ
Οι Κινέζοι λένε ότι «όταν ξεκινάει κανείς να παίζει τυχερά παιχνίδια, πρέπει να έχει στο μυαλό του τρία πράγματα: τους κανόνες του παιχνιδιού, τα πονταρίσματα και τον χρόνο κατά τον οποίο θα σταματήσει». Εμείς, βέβαια, προσθέτουμε και ένα τέταρτο: το «θα τα πάρω πίσω στις εκλογές».
Οι Έλληνες δεν παίζουν απλώς τζόγο. Είναι μια τέχνη, μια παράδοση, μια πανσελήνιος που φωτίζει τις νύχτες μας με τη λάμψη από τα … φρουτάκια. Είναι μια ευεπίφορη «τέχνη» που πάει παντού: Από το γήπεδο στη Βουλή και από την ευκολία που η Ζωή Κωνσταντοπούλου μεταμορφώνεται σε Ρόζα Λούξεμπουργκ. Με την ιπποδρομιακή ορολογία είναι τερματισμός στη δεύτερη θέση από το κάγκελο και κάπως έτσι η ανάγκη γίνεται ιστορία και η ιστορία γίνεται σιωπή, περιμένοντας το επόμενο Γκανιάν για την πρωτιά.
Η σχέση μας με τον τζόγο είναι τόσο βαθιά ριζωμένη που μπορεί να θεωρηθεί μέρος του DNA μας. Ίσως να υπάρχει και ένα χαμένο χρωμόσωμα που περιέχει τις οδηγίες για το πώς να χάνεις χρήματα με στυλ. Από τα πρωτοχρονιάτικα τραπέζια, όπου τα παιδιά μαθαίνουν να παίζουν «21» προτού μάθουν να διαβάζουν, μέχρι τις κάλπες, όπου ρίχνουμε το «τζόκερ» μας με την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής, ο τζόγος είναι η γλώσσα που μας ενώνει. Στο τραπέζι του τζόγου δεν υπάρχουν πατεράδες και γιοι». Μόνο παίκτες. Και υποψήφιοι.
Και τι γίνεται όταν η τύχη δεν είναι μαζί μας; Αν χάσουμε σήμερα, υπάρχει πάντα το αύριο. Και αν χάσουμε και αύριο, υπάρχει πάντα το μεθεπόμενο. Και αν χάσουμε και τότε, υπάρχει πάντα η επόμενη εκλογική αναμέτρηση. Ή το δάνειο. Ή η επόμενη κρίση.
Με τη θεωρία των παιγνίων πήγε να διαπραγματευτεί ο Βαρουφάκης στις Βρυξέλες, με την μπλόφα του περιστρόφου στο τραπέζι ο Γ.Α.Π. με τη Μέρκελ και τον Σόιμπλε, με το δημοψήφισμα του «ΟΧΙ» που έγινε «ΝΑΙ» ο Αλέξης. Τζόγος παντού, γιατί όχι και τώρα;
Οι στατιστικές λένε ότι οι Έλληνες ξοδεύουν κατά μέσο όρο 200 ευρώ το χρόνο σε τυχερά παιχνίδια. Μάλλον είναι ένας αριθμός που μοιάζει να έχει βγει από μια ρουλέτα που γύρισε λίγο στραβά. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι από εμάς ξοδεύουμε περισσότερα σε «φρουτάκια» και στοιχήματα παρά σε πραγματικά φρούτα και λαχανικά. Και αν προσθέσουμε και τον παράνομο τζόγο, τότε μιλάμε για ένα ποσοστό του ΑΕΠ που επιβεβαιώνει τον Αμβρόσιο Μπιρς ο οποίος έγραφε στο λεξικό του διαβόλου ότι «οι λοταρίες είναι ένας φόρος για τους ανθρώπους που δε γνωρίζουν από μαθηματικά».
Το ότι οι σημερινοί 16άρηδες όχι απλώς κατά Σαββόπουλου το στιχούργημα δε μας «γ…μούν» τα λύκεια, αδιαφορώντας παντελώς γι αυτά αλλά είναι οι πρώτοι στο διαδικτυακό τζόγο στην Ευρώπη θα έπρεπε ή όχι να μας προβληματίζει; Διότι κι αυτοί κοντολογίς θα ψηφίσουν. Ή να μας παρηγορεί ότι σ’ αυτήν την τρέλα δεν είμαστε μόνοι διότι Αυστραλοί, Αμερικάνοι και οι Κινέζοι, έτσι και εμείς αγαπάμε να ρισκάρουμε; Η διαφορά είναι εκείνοι επενδύουν και αλλού εμείς μόνο στην τύχη. Και αν κάποτε χάσουμε τα πάντα, πάντα μας μένει η ελπίδα του ρεφαρίσματος. Ή τουλάχιστον ένα καλό ανέκδοτο να λέμε στα παιδιά μας, διότι το να ρεφάρεις ενέχει τον κίνδυνο να χάσεις και το βρακί σου.
Γιατί, όπως λένε ξανά οι Κινέζοι «η τύχη δε χαρίζει, απλά δανείζει». Και εμείς, φαίνεται, έχουμε κάνει έναν αιώνιο δανεισμό. Με τις τράπουλες, τις μάρκες, τα στοιχήματα, τις κάλπες. Και ακόμη τραγικότερα, με το μέλλον των παιδιών μας…
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ KARFITSA